- κώθωνας
- ο (Α κώθων, -ωνος)μεταλλικό σκεύος για το πρωινό ρόφημα τών ναυτώναρχ.1. είδος λακωνικού ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες και οι ναύτες2. συμπόσιο, ευωχία3. κῶθος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τα κύαθος, κηθίς. Το θ. τής λ. εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Κώθων, Κωθωνίας].
Dictionary of Greek. 2013.